- επιτιμώμαι
- επιτιμώμαι, επιτιμήθηκα, επιτιμημένος βλ. πίν. 61
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ἐπιτιμῶμαι — ἐπιτῑμῶμαι , ἐπιτιμάω pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) ἐπιτῑμῶμαι , ἐπιτιμάω pres ind mp 1st sg ἐπιτῑμῶμαι , ἐπιτιμάω pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακύνω — (AM) μσν. 1. (αμτβ.) α) κάνω πονηρά σχέδια β. σφάλλω, αμαρτάνω γ. μετανοώ για κάτι καλό που έκανα 2. (μτβ.) τιμωρώ, καταδικάζω 3. φρ. «κακύνω το μάτι μου σε κάποιον» βλέπω κάποιον με κακή διάθεση αρχ. 1. (και με ηθική σημ.) βλάπτω, φθείρω 2. (για … Dictionary of Greek